Λέξεις είναι μόνο
γραμμένες στο νερό.
από την ταινία «Πάτερσον»
του Τζιμ Τζάρμους
Γέννημα μιας μακράς όσο και επίπονης αναζήτησης, είναι η τελευταία ενότητα έργων του Νεκτάριου Μαμάη. Μια σειρά από ακουαρέλες που έχουν κυριολεκτικά ζυμωθεί από τον δημιουργό σε μικρά και μεγαλύτερα μεγέθη, καθώς και μια ενότητα μνημειακών έργων μεικτής τεχνικής που είναι η απόληξη αυτής της αναζήτησης, συνθέτουν την πρόταση με τίτλο «Εξ ύδατος και γης», προμηθεϊκό δάνειο από τον μυθογράφο Απολλόδωρο. Με το υγρό και στέρεο στοιχείο ο Μαμάης πλάθει τις μορφές του. Σε αυτή τη συζυγία δεν τονίζεται απλώς ο τρόπος διαχείρισης των υλικών και της τεχνικής του ζωγράφου. Συνιστά μια μεταφορά που αφορά την ουσία της προβληματικής του καλλιτέχνη, το θέμα που τον απασχολεί με χαρακτήρα βαθιά υπαρξιακό.
«Εξ ύδατος» μας μεταφέρει ο Μαμάης μέσα από τις ακουαρέλες του (υδρόχρωμα και πενάκι) σε έναν υδάτινο κόσμο που απλώνεται στο Κέντρο Τεχνών «Μετς» σαν απόκοσμο ενυδρείο. Το νερό «γεννά» τις αγωνιώδεις φιγούρες του που είναι σχεδόν πάντα στο κέντρο της σύνθεσης. Έχουμε να κάνουμε με έναν κόσμο υπερπραγματικό, μεταφυσικό. Η τέχνη του είναι από πρόθεση αφηγηματική, μα η αφήγησή της δεν υπακούει σε καμία τυπική νοηματική συνέχεια. Ο μύθος που αφηγείται ο καλλιτέχνης είναι ονειρικός, πολύ κοντά στον εφιάλτη. Το νόημα της αφήγησης αυτής έχεις την υποψία πως κλιμακώνεται σε κάποιο βάθος, μα δεν μπορείς να συλλάβεις τον συνειρμό του, γιατί δεν πάει προς μία μόνο κατεύθυνση. Ο θεατής καλείται να ερμηνεύσει το παιχνίδι τούτο με δικά του κριτήρια.
Ζωγράφος με σπάνια τεχνική κατάρτιση και με άμεσες ικανότητες σύλληψης του κόσμου του, ο Μαμάης είναι ένας μάστορας ζωγράφος. Κι έχει ένα σπάνιο προσόν: δεν επαναπαύεται σε όσα γνωρίζει, αλλά συνεχώς πειραματίζεται με νέα μέσα και τεχνικές. Δεν είναι μόνο δάσκαλος ο ίδιος, αλλά συνεχώς βάζει τον εαυτό του σε θέση μαθητή (με θητεία στην εικονογραφία και δάσκαλο τον Γ. Κόρδη, και στην ζωγραφική, αρχικά στην ομάδα του Γ. Ρόρρη, αργότερα στην ΑΣΚΤ με τους Τ. Πατρασκίδη και Α. Αντωνόπουλο).
Σίγουρα, το πρώτο στοιχείο που τραβά την προσοχή του ζωγράφου και με αυτό πασχίζει είναι το υδρόχρωμα. Το υλικό του δεν του δίνει απλώς τεχνικές δυνατότητες. Ο ίδιος έχει κατορθώσει να απλώσει με χρόνο και πολύ μόχθο το εύρος της τεχνικής, κατορθώνοντας να της δώσει νέα ματιέρα που άλλοτε φτάνει το χρώμα σε μια μοναδική εξαΰλωση κι άλλοτε του δίνει το αποτέλεσμα που έχουν άλλοι τρόποι, όπως η χαρακτική. Πρόκειται σαφώς για μία νέα διαπραγμάτευση της ακουαρέλας.
«Από την πρώτη στιγμή που ήρθα σε επαφή με το νερό, ένιωσα ότι με διακατέχει πλήρως» εξηγεί για την σχέση του με την υδατογραφία. Παρ’ όλα αυτά δεν την ορίζει σαν κάτι ακαριαίο και αυτόματο όπως συνήθως γνωρίζουμε από άλλους δημιουργούς. Όταν το αποτέλεσμα αρχίζει να του κεντρίζει την προσοχή, ο ίδιος ο δημιουργός προσπαθεί να το κατευθύνει. Όσο μπορεί, γιατί τα υλικά δεν πειθαρχούν. Αφήνει λοιπόν την εικόνα να πει αυτό που θέλει και ανάλογα την καθοδηγεί: «Στην πραγματικότητα, αυτό που με ενδιαφέρει είναι η περιπέτεια της ύλης και ειδικότερα των υλικών που συνδέονται με το υγρό στοιχείο».
Ο ζωγράφος ξεκινάει από μια αυτόματη γραφή κι αφήνει το ίδιο το υλικό να του χαρίσει μορφές. Κι ενώ παρασύρεται στην περιοχή της αφηρημένης τέχνης, αφήνεται ως ένα βαθμό με τρόπο οργανωμένο. Πορεύεται έτσι ζωγραφικά ανάμεσα στην παράσταση και την αφαίρεση. Η ματιέρα της ύλης τον καθοδηγεί και η πορεία του έχει δύο κατευθύνσεις. Στα περισσότερα εξ’ αυτών εμφανίζεται μία γυμνή ανδρική μορφή που άλλοτε αποσυντίθεται και τείνει να ξαναβρεί την σύνθεσή της κι άλλοτε ξεκινά ως πλήρης μορφή που πάει να αποσυντεθεί.
«Είναι ένα περιβάλλον φαντασιακό, που έχει να κάνει με τον άνθρωπο. Αυτός ο άνθρωπος μοιάζει να γεννιέται σε μία μήτρα. Το υγρό στοιχείο όπως ορίζεται από την μήτρα είναι συνήθως ένα περιβάλλον ασφυκτικό από το οποίο θέλει να ξεφύγει». Εύλογα τον ρωτάμε για τη φύση των δεσμών του: «Δεν μπορώ να το προσδιορίσω. Μπορεί να είναι η μήτρα της μάνας, μπορεί κάποιος από τους εαυτούς μας. Συχνά, φέρει και φτερά, χωρίς όμως να πετά. Είναι ένα ον που μεταμορφώνεται και μοιάζει σ΄αυτό με την πεταλούδα. Αλλά και η πεταλούδα ως σύμβολο δεν δείχνει την ψυχή που φεύγει;».
«Εγώ μεγάλωσα σ’ αμνιακούς υδάτινους κόσμους» διαβάζω σε ποίημα που δίνει αντί περιγραφής των έργων, σε μία παραπάνω από φανερή προβολική ταύτιση με τις εμβρυακές μορφές του. Παρ΄όλα αυτά, εκπλήσσει όταν ισχυρίζεται ότι «η έννοια του εμβρύου ήρθε τυχαία. Δεν έκανα αυτά τα πράγματα επειδή θέλω να ξορκίσω ένα παιδικό τραύμα. Εκ των υστέρων διαπίστωσα ότι μέσα σε αυτά τα έργα επαναλαμβάνονται κάποια μοτίβα: της πεταλούδας, της σπονδυλικής στήλης ή των οστών που ζωγραφίζω επιμόνως. Επίσης, στον άνθρωπο που γεννιέται, δεν βλέπεις δέρμα, αλλά κάτω από το δέρμα. Δεν σχεδιάζω δηλαδή μια μορφή νατουραλιστική, αλλά την έσω μορφή του ανθρώπου» λέει. Ποιος είναι ο σκοπός αυτού του ανθρώπου; «ίσως αποζητά ένα κέντρο, ένα στήριγμα. Καθόλου τυχαίο που τις περισσότερες φορές παραπαίει∙ δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του».
Στις πυκνές του ακουαρέλες ο καλλιτέχνης εκφράζεται σίγουρα, χωρίς να καταργεί τίποτε, ούτε απ’ την ρευστότητα του υλικού του, ούτε από το απρόοπτο και το ποιητικό στοιχείο που συνυπάρχουν στα έργα του. Διηγείται το σκοτεινό του παραμύθι με δυνατή ζωγραφική αίσθηση διατυπώνοντας τις μορφές του λες και θέλει να τις ξορκίσει από το δράμα τους. Η διατήρηση του περιγράμματος της φιγούρας είναι φανερό πως έχει νατουραλιστική καταγωγή. Ωστόσο εμπεριέχεται μέσα στο φόντο του έργου, που παύει να είναι ουδέτερο στοιχείο και γίνεται οργανικό μέρος του πίνακα καταλαμβάνοντας το βάρος που έχει η φιγούρα που περιβάλλει. Φιγούρα και φόντο συνομιλούν και ενίοτε αλληλοδιαχέονται. Κάποτε συναντάμε και έργα όπου το φόντο είναι μια πολύ πιο ανησυχητική χρωματική παρουσία σε σχέση με τη φιγούρα, που παραμένει ωστόσο κύριο θέμα. Μεστά ζωγραφισμένα έργα, όπου το χρώμα τυλίγει τα μέρη του έργου σε μία στέρεα ρυθμολογημένη σύνθεση. Ο Μαμάης σε αυτή την ενότητα έχει οδηγηθεί σε μια δική του ερμηνεία του χώρου, φτάνοντας στη διατύπωση ενός προσωπικού πλαστικού περιβάλλοντος.
Κι ενώ «ακτινογραφεί» σάρκινα τοπία μιας ανδρόγυνης μορφής, έργα σπλαχνικά που γεννιούνται μέσα στον ζωγραφικό σάκο, μας δίνει σαν φυσική εξέλιξη, μια σειρά από μεγάλα τοπία, όπου «πλάθει» κυριολεκτικά τα υλικά του: ακρυλικά, λάδι, αυγοτέμπερα, όλα σε μια μεικτή τεχνική. Ένα πανδαιμόνιο που παρέχει στο θεατή ποικίλες όψεις ανάλογα με τον φωτισμό του έργου. Οι συνθέσεις αυτές έχουν τον απόηχο των μεγάλων, μνημειακών πινάκων του Τέρνερ, μα είναι πιο πυκνά σα να έχει βάλει το χέρι του ο Γιάννης Σπυρόπουλος. Εδώ βεβαίως, περισσότερο ίσως από τις υδατογραφίες, ενδιαφέρει τον ζωγράφο η χρωματική του ύλη, το χρώμα, που γίνεται πρόσχημα και, εν τέλει, στόχος στο τελάρο. Κι είναι φυσικό το τοπίο να του δίνει περισσότερες δυνατότητες στην ανάπτυξη αυτών των επιδιώξεων.
Κείνο όμως που βαραίνει στη ζωγραφική πρόταση του είναι το αίσθημά του, βαλμένο στην υπηρεσία του ανθρώπου. Είναι ανθρώπινος όχι μονάχα γιατί στα έργα του παρασταίνονται φιγούρες, μα γιατί υπάρχει και σαν δέκτης ένας άνθρωπος που πάσχει, που δονείται βαθιά και προσπαθεί να φτάσει την όποια δόνησή του πέρα από τα σχήματα που τον εγκλωβίζουν. Εκφράζει στη ζωγραφική του τα όρια μιας πλατιάς όρασης που δεν εξαντλείται στους μορφικούς του προβληματισμούς. Υπάρχει πάντα το ανθρώπινο νόημα που αρθρώνεται στις έντονες μορφές του, αξεδιάλυτα δεμένο με αυτές. Έτσι οι φιγούρες του που πάλλονται περιχαρακωμένες στα περιγράμματά τους, ζουν μια δραματική αγωνία κι ο θεατής αισθάνεται έντονα τον τρόμο του πλαστικού τούτου κόσμου του.
«Μιλώ για τον ίδιο τον άνθρωπο και για βαριές υπαρξιακές καταστάσεις. Το προσπαθώ όμως με έναν απαλό τρόπο» εξομολογείται. Απαλός όπως το υλικό της ακουαρέλας συμπληρώνουμε. Κι όπως παλεύει με την βαθύτερη ουσία των υλικών του, έτσι επιχειρεί να βγάλει ένα ίχνος από την ίδια την ύπαρξη, πολύ κάτω από την επιφάνειά της. Γι’ αυτό και τα έργα του δεν έχουν την τυπικότητα της ομορφιάς. Πέρα από το όμορφο αποζητά έναν αντίλαλο απ’ τον ανθρώπινο πόνο. Υπάρχει ένα βαθύ αίσθημα, αυτό το νιάξιμό του για τ’ ανθρώπινα, η αγάπη του για ό,τι κάνει το μυστήριο της ζωής, δηλαδή για την ίδια την ουσία της ζωής. Έτσι γεννιούνται τα έργα του: με μόχθο και απέραντη τρυφερότητα.
Ο Μαμάης, μια φωνή χαμηλόφωνη, αποτελεί μια σίγουρη κατάκτηση στη ζωγραφική μας, κυρίως γιατί πέρα από τις πλαστικές και πνευματικές αρετές του έργου, έχει μια καθαρά δική του διαμορφωμένη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Η τέχνη του είναι αυστηρά προσανατολισμένη, δεν παρασύρεται από καινές τάσεις και δεν επιτρέπει στο εαυτό του καμία ευκολία, καμία συνθηκολόγηση με το έργο του. Είναι μια δουλειά ποιότητας με συνείδηση της πορείας της.
Γεννημένος στην Αθήνα το 1968, ο ζωγράφος Νεκτάριος Μαμάης διατηρεί το εργαστήριό του στον Άγιο Δημήτριο Αττικής. Σπούδασε Θεολογία στην Ανωτ. Εκκλ. Σχολή Αθηνών (1989-1992) και στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1992-1996). Αρχικά μαθήτευσε στο εργαστήριο «Εικονουργία» με δάσκαλο τον Γ. Κόρδη (1997-2000). Μετεκπαιδεύτηκε στην εικονογραφία (ΕΚΠΑ 2006) και είναι υπ. Διδ. του ΕΚΠΑ με θέμα «Το έργο του ζωγράφου – αγιογράφου Ράλλη Κοψίδη». Στη ζωγραφική μαθήτευσε στην ομάδα τέχνης «Σημείο» του Γ. Ρόρρη (2008-2011) και κατόπιν σπούδασε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας (2011-2016) με δασκάλους τους Τ. Πατρασκίδη και Α. Αντωνόπουλο. Χαρακτική διδάχτηκε στο Κέντρο Χαρακτικής Αθηνών Pantolfini – Σιατερλή.
Από το 2000 διδάσκει ζωγραφική και εικονογραφία σε διάφορα κέντρα και μεγάλα ιδρύματα της Αθήνας. Παραδίδει σεμιναριακά μαθήματα στο «Εργαστήριο Εικονογραφικής Τέχνης» της Θεολογικής Σχολής Αθηνών και στο Κέντρο Τεχνών «ΜΕΤΣ». Παράλληλα με την καλλιτεχνική του διδασκαλία, εργάζεται ως εκπαιδευτικός στη Λεόντειο Σχολή Νέας Σμύρνης. Είναι μέλος του Εικαστικού Επιμελητηρίου Τεχνών Ελλάδος και του Πανελληνίου Συλλόγου Αγιογράφων. Έχει συμμετάσχει σε πληθώρα ομαδικών εκθέσεων ανά την Ελλάδα. Συνεργάστηκε ως εικονογράφος με τις εκδόσεις «Ακρίτας», ενώ έχει φιλοτεχνήσει φορητές εικόνες για ιερούς ναούς και ιδιώτες. Απαντά στο mamaisnek@yahoo.gr
Την έκθεση επιμελείται ο Ιστορικός Τέχνης Γιώργος Μυλωνάς
Διάρκεια έως 21/3/2020
Ωράριο λειτουργίας:
Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή: 18.00-21.00
Τετάρτη: 11.00-14.00
Σάββατο: 11.00-15.00